" Η φύσις μηδέν μήτε ατελές ποιεί, μήτε μάτην'' (Αριστοτέλης, 384-322 π.χ.)
" Nature ......loves simplicity and unity" ( J. Kepler, 1571-1630 -Apologia)

- Η Διαχείριση των Καλαμιώνων σε Λίμνες: τα υπέρ και τα κατά από περιβαλλοντική άποψη

(πηγή: σταχυολόγηση από τη μελέτη ‘’Καθορισμός και περιγραφή των απαιτούμενων παρεμβάσεων για τη βέλτιστη διαχείριση του καλαμιώνα της λίμνης Ισμαρίδας’’ Μπούσμπουρας, Δ., Μ. Παναγιωτοπούλου, Γ. Καζόγλου, Φ. Φωτιάδης, Γ. Κλάδος, 2010, 144 σελ., + χάρτες - Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης ).
Οι καλαμιώνες για τα υγροτοπικά οικοσυστήματα -μεταβατικό στάδιο μεταξύ των υδάτινων και των χερσαίων οικοσυστημάτων-, αποτελούν πρώιμο σχετικά στάδιο της διαδοχής από τα υδάτινα οικοσυστήματα προς τη χέρσο. Και έτσι, η απουσία διαχείρισής τους οδηγεί νομοτελειακά προς τη βαθμιαία υποχώρηση του υγρότοπου, ο οποίος αντικαθίσταται αρχικά από μη υγροτοπικές ποώδεις διαπλάσεις και αργότερα από χερσαίες θαμνώδεις ή δενδρώδεις. Η διαδικασία αυτή συχνά επιταχύνεται από φυσικά φαινόμενα ή ανθρωπογενείς επιδράσεις όπως οι περίοδοι ξηρασίας, η αλλαγή της υδρολογίας μιας περιοχής ή η αποκοπή του υγροτόπου από τις κύριες πηγές τροφοδοσίας του σε νερό. Η ολοκλήρωση της διαδικασίας της διαδοχής οδηγεί σε σημαντικές οικολογικές αλλαγές, αφού τα είδη της χλωρίδας και πανίδας που ήταν προσαρμοσμένα στις υγροτοπικές συνθήκες, χάνουν το ενδιαίτημά τους και αντικαθίστανται από είδη χερσαίων οικοσυστημάτων. Δηλαδή, τα φυσικά οικοσυστήματα υπόκεινται σε συγκεκριμένες διεργασίες οι οποίες μακροχρόνια τείνουν να τα οδηγήσουν σε ένα τελικό στάδιο ‘’climax’’ μέσω της οικολογικής διαδοχής. Ωστόσο, η διαχείριση των καλαμιώνων παρεμβαίνει επιβραδύνοντας τις διεργασίες της διαδοχής ή ακόμη και αντιστρέφοντάς τις, για να διατηρήσει την ισορροπία μεταξύ των διαφόρων τύπων ενδιαιτημάτων που συνιστούν το μωσαϊκό του υγροτόπου. Οι μέθοδοι διαχείρισης των καλαμιώνων περιλαμβάνουν τη βόσκηση, διάφορες τεχνικές κοπής και τη χειμερινή καύση, και άλλες δραστικότερες μεθόδους (αλλά όχι ήπιες και όχι φιλικές προς το περιβάλλον), όπως οι εκχερσώσεις ελαφριάς μορφής, οι εκσκαφές, η χρήση ζιζανιοκτόνων και ο βιολογικός έλεγχος της βλάστησης με τη χρήση συγκεκριμένων ειδών ζώων (π.χ. χορτοφάγος κυπρίνος). Η εφαρμογή των τελευταίων μεθόδων σε προστατευόμενες περιοχές χρήζει ιδιαίτερης μελέτης και προσοχής λόγω των ευαίσθητων και σημαντικών οικολογικών χαρακτηριστικών της περιοχής, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι κατά την εφαρμογή μιας μελέτης δεν υπάρχει, συνήθως, μηχανισμός επαρκούς επίβλεψης και διασφάλισης ότι στην πράξη θα εφαρμοστούν όσα αναφέρονται στη μελέτη. Σημαντικός για τη διαχείριση των καλαμιώνων μιας λίμνης και την πιθανή αποκατάσταση ή δημιουργία και διατήρηση υγρών λιβαδιών σε συγκεκριμένες τοποθεσίες της παραλίμνιας ζώνης είναι και ο ρόλος της διαχείρισης της στάθμης των υδάτων. Κοινό σημείο μεταξύ των προτεινόμενων διαχειριστικών πρακτικών της βλάστησης είναι το γεγονός ότι ανακόπτουν τη φυσική εξέλιξή της, διατηρούν δηλαδή την οικολογική διαδοχή σε πρώιμα στάδια. Συνοδευτική της διαχείρισης είναι η παρακολούθηση της βλάστησης και χλωρίδας ως το πλέον αξιόπιστο εργαλείο για την καταγραφή της εξέλιξης των ποιοτικών και δομικών χαρακτηριστικών της βλάστησης σε περιοχές, όπου εφαρμόζονται συγκεκριμένες διαχειριστικές πρακτικές. Μεταξύ των διαφόρων μεθόδων παρακολούθησης, που εφαρμόζονται στους διάφορους τύπους βλάστησης, συχνά απαιτείται να γίνουν τροποποιήσεις δοκιμασμένων μεθόδων ή συνδυασμοί διαφορετικών τεχνικών (αυτές οι πληροφορίες προέρχονται από μεγάλο αριθμό βιβλιογραφικών αναφορών, με κυριότερες για την παρούσα μελέτη αυτές των Papanastasis (1992), Παπαναστάση και Νοϊτσάκη (1992), Mesléard & Perennou (1996), Hawke & José (1996), Benstead et al. (1997), Benstead et al. (1999), Sinnassamy & Mauchamp (2000), Καζόγλου κ.ά. (2001), Keddy (2002) και Καζόγλου (2007).
Βόσκηση. Η εκτατική άσκηση της βόσκησης κτηνοτροφικών ζώων στους υγροτόπους, εξασκούμενη πάντα μέσα στα όρια της βοσκοϊκανότητας κάθε περιοχής (η οποία δεν είναι πάντα γνωστή αν δεν έχει προηγηθεί σχετική έρευνα) αποτελεί συνηθισμένη πρακτική διαχείρισης της βλάστησης με σκοπό την αύξηση της βιοποικιλότητας. ......(για περισσότερα)
Σε πολλούς προστατευόμενους υγροτόπους της Δυτικής Ευρώπης, οι φορείς διαχείρισης των περιοχών αυτών διατηρούν ιδιόκτητα κοπάδια ζώων ή συνάπτουν συμβόλαια με κτηνοτρόφους. Οι τελευταίοι, βόσκουν τα κοπάδια τους βάση συγκεκριμένου σχεδίου διαχείρισης και πληρώνουν το αντίστοιχο τίμημα για την εκμετάλλευση της βοσκήσιμης ύλης προς όφελος του κτηνοτροφικού τους κεφαλαίου. Όμως, σε άλλες περιπτώσεις και συνήθως όταν χρειάζονται δραστικότερες διαχειριστικές παρεμβάσεις (π.χ. έλεγχος πυκνών διαπλάσεων υπερυδατικών ελόφυτων), εφαρμόζεται η ακριβώς αντίθετη πρακτική, δηλαδή η δωρεάν παραχώρηση των προς διαχείριση βοσκήσιμων εκτάσεων ή ακόμη και η πληρωμή κτηνοτρόφων για να εισάγουν τα βόσκοντα ζώα τους σε μια προστατευόμενη περιοχή . Η παρόχθια ζώνη των υγροτόπων είναι πολύ ελκυστική για τα αγροτικά ζώα και ιδιαιτέρως για τα βοοειδή λόγω των παρακάτω γνωρισμάτων: α) αποτελεί κρίσιμη πηγή φυτικής και ζωικής ποικιλότητας, β) είναι περισσότερο παραγωγική σε βιομάζα σε σχέση με τα γειτονικά λιβάδια, γ) έχει ήπιο ανάγλυφο, δ) υπάρχει συνεχής παρουσία νερού, ε) η ποώδης και ξυλώδης βλάστηση παραμένει ενεργή κατά το μακρύ και άνομβρο καλοκαίρι, σε αντίθεση με τα γειτονικά λιβάδια, παρέχοντας έτσι στα ζώα χλωρή τροφή υψηλής θρεπτικής αξίας, και στ) αν η ζώνη αυτή είναι δασωμένη, τα ζώα μπορούν να αναζητούν στα δένδρα προστασία από τον καύσωνα, τις καταιγίδες και τους ισχυρούς ψυχρούς ανέμους. Όπως και με τις υπόλοιπες τεχνικές διαχείρισης της βλάστησης, η βόσκηση ανακόπτει τη φυσική διαδοχή της βλάστησης του υγρότοπου προς περισσότερο χερσαία οικοσυστήματα και διατηρεί τα ενδιαιτήματα στα πρώτα στάδια της διαδοχής, π.χ. διατηρεί τις υγρολιβαδικές επιφάνειες ελεύθερες από υψηλά ελόφυτα (π.χ. καλάμι, ψαθί). Σε σχέση με τις υπόλοιπες τεχνικές διαχείρισης της βλάστησης, η βόσκηση παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες ως προς τις επιδράσεις της στα φυτά. Οι άμεσες επιδράσεις της περιλαμβάνουν την κατανάλωση των φυτών με συνέπεια αλλαγές στη δομή και σύνθεση της βλάστησης. Οι έμμεσες αφορούν τις επιδράσεις που προέρχονται από το ποδοπάτημα των ζώων (διάσπαση οργανικής ουσίας και καταστροφή τμημάτων φυτών) και την έκκριση κοπράνων και ούρων (θανάτωση φυτών, αλλά και αύξηση συγκεντρώσεων θρεπτικών στοιχείων κατά τόπους). Οι επιδράσεις της βόσκησης στην υγροτοπική βλάστηση καθορίζονται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους από την επιλεκτικότητα ως προς τα είδη ή τα τμήματα των φυτών που καταναλώνονται ως τροφή από τα βόσκοντα ζώα, την ένταση της βόσκησης, τη συχνότητα και την εποχή που εφαρμόζεται. Η επιλεκτικότητα της βόσκησης σχετίζεται άμεσα με το είδος του ζώου, παράμετρος η οποία καθορίζει την ικανότητά του να βόσκει και να παραμένει για μεγάλα ή μη χρονικά διαστήματα σε υγρά ενδιαιτήματα, τη συμπεριφορά και τις προτιμήσεις του. Ορισμένα είδη αγροτικών ζώων, όπως οι βραχυκερατικές αγελάδες και οι βούβαλοι, μπορούν να βόσκουν πολλές ώρες μέσα στο νερό, καταναλώνοντας φυτά ή τμήματα φυτών πάνω ή κάτω από την επιφάνεια του νερού. Η συγκεκριμένη ικανότητα αυτών των ζώων τα καθιστά ιδανικά κυρίως για την αποκατάσταση και διαχείριση υγρών λιβαδιών. Η βόσκηση, εκτός από τα φυτά και τις φυτοκοινότητες, επηρεάζει έμμεσα ή άμεσα και την ποικιλότητα των ειδών πανίδας των υγροτόπων. Έμμεσα ωφελεί τα ασπόνδυλα, τα πουλιά και τα θηλαστικά των «ανοιχτών» ενδιαιτημάτων, όπως είναι τα υγρά ποολίβαδα, και μειώνει τους αριθμούς των ειδών που ενδιαιτούν σε «κλειστά» ενδιαιτήματα, όπως οι πολύ πυκνοί καλαμιώνες και τα παρόχθια δάση. Η σχετικά έντονη βόσκηση διατηρεί τα ενδιαιτήματα για είδη πουλιών όπως οι χήνες και τα παρυδάτια, καθώς επίσης και για είδη ασπόνδυλων όπως τα κολεόπτερα. Η εκτατική ελαφριά βόσκηση δημιουργεί και διατηρεί ένα μωσαϊκό ενδιαιτημάτων, όπου μπορεί να συνυπάρχουν ζώνες χαμηλής ποώδους βλάστησης με υψηλά ελόφυτα, θάμνους και δέντρα. Η κοπριά των βοοειδών συνεισφέρει σημαντικά στην είσοδο θρεπτικών στον υγρότοπο, με αποτέλεσμα την αυξημένη ιχθυοπαραγωγή. Προσοχή όμως χρειάζεται όταν η βόσκηση εφαρμόζεται για τη βελτίωση ενδιαιτημάτων, όπου φωλιάζουν συγκεκριμένα είδη παρυδάτιων πουλιών, καθώς τα μεγάλα φυτοφάγα ζώα μπορεί να καταστρέψουν φωλιές στο έδαφος. Οι άμεσες επιδράσεις αναφέρονται σε είδη ασπόνδυλων που εξαρτώνται αποκλειστικά από την ύπαρξη μεγάλων οπληφόρων ζώων και σε διάφορα είδη ομοσιτισμού, όπως ο ερωδιός γελαδάρης Bubulcus ibis που ακολουθεί τα μεγάλα ζώα ή κάθεται πάνω τους όταν βόσκουν και τρέφεται με μικρά σπονδυλόζωα και ασπόνδυλα που εντοπίζει στο έδαφος κατά το πέρασμα τους. Οι επιδράσεις της βόσκησης καθορίζονται σημαντικά από την ένταση και τη εποχή εφαρμογής της. Η παράμετρος της έντασης έχει μελετηθεί διεξοδικά σε χερσαία λιβαδικά οικοσυστήματα και για διάφορα είδη αγροτικών ζώων. Όμως, ως διαδικασία υπολογισμού του αριθμού των ζώων που μπορούν να βόσκουν ανά μονάδα επιφάνειας και σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα σε υγρά οικοσυστήματα, όπως τα υγρά ποολίβαδα και οι καλαμιώνες, παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες λόγω των διαφορετικών χαρακτηριστικών των υγρών συστημάτων σε σχέση με τα χερσαία, όπως για παράδειγμα α) περισσότερη ανομοιογένεια στη σύνθεση και δομή της βλάστησης, β) ασταθές υδρολογικό καθεστώς, και γ) δυσκολία πρόσβασης για τα ζώα σε όλη την έκταση της επιφάνειας που θεωρητικά μπορεί να βοσκηθεί. Πρέπει να τονιστεί, ότι οι επιδράσεις της βόσκησης στην υγροτοπική βλάστηση μπορεί να είναι διαφορετικές από υγρότοπο σε υγρότοπο εξαιτίας των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ αυτών (π.χ. τύποι εδαφών, υδρολογικό καθεστώς), ακόμη και αν με μια πρώτη εκτίμηση μοιάζουν σε πολλά σημεία. Η ένταση της βόσκησης και η διάρκειά της καθορίζονται επίσης από τους ευρύτερους σκοπούς της διαχείρισης των υγροτοπικών περιοχών, όπως για παράδειγμα από το αν φωλιάζουν σε αυτές σπάνια υδρόβια πουλιά. Ενδεικτικά αναφέρονται τα στοιχεία των: α) Hecker & Lucchesi (1999), οι οποίοι διενήργησαν πειραματισμό με ενήλικες αγελάδες βάρους 250 κιλών της φυλής Camargue σε καλαμιώνες με εύκολη πρόσβαση στην υγροτοπική περιοχή Marais du Vigueirat (*) (Γαλλία), β) Mesél ard & Perennou (1996) για τα ίδια βόσκοντα ζώα σε καλαμιώνες στην περιοχή Tour du Valat (**) της Γαλλίας, και γ) Gordon et al. (1990), οι οποίοι εξέτασαν διάφορες περιοχές της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης (***), όπου η εφαρμοζόμενη διαχείριση της βλάστησης αφορούσε σε συνεχή βόσκηση κατά τη διάρκεια όλου του έτους πλην των χειμερινών μηνών, με σημαντικές επιδράσεις επί των υγροτοπικών φυτοκοινοτήτων (* Πειραματισμός σε καλαμιώνα με εύκολη πρόσβαση. Οι εντάσεις βόσκησης αφορούν σε κανονική βόσκηση (απομάκρυνση του 50% περίπου της βοσκήσιμης ύλης, γεγονός που δεν επιδρά σημαντικά στα φυτά) αγελάδων της φυλής Camargue (βάρους 250 κιλών). ** Πειραματισμός σε διάφορους τύπους βλάστησης (περιοδικώς κατακλυζόμενοι βάλτοι και καλαμιώνες). Οι αναφερόμενες εντάσεις βόσκησης αφορούν αγελάδες της φυλής Camargue (βάρους 250 κιλών) και δεν προκάλεσαν καταστροφές στις υφιστάμενες φυτοκοινοτήτες. *** Πειραματισμός σε διάφορους υγροτόπους. Οι εντάσεις βόσκησης αφορούν ενήλικα μεγάλα ζώα διάφορων φυλών και επέδρασαν σημαντικά σε βάρος των υφιστάμενων φυτοκοινοτήτων - οι εντάσεις βόσκησης με πάνω από 2 ζώα/εκτάριο θεωρούνται γενικώς υψηλές). Ενδιαφέρον είναι και ένα σχετικό παράδειγμα από την ελληνική πραγματικότητα. Σε πείραμα της Εταιρίας Προστασίας Πρεσπών (ΕΠΠ) την περίοδο 1997-2001 στη λίμνη Μικρή Πρέσπα, η εφαρμογή εκτατικής συνεχούς βόσκησης βούβαλων σχετικά μέτριας έντασης (1,11-1,82 ΖΜ/εκτάριο) στην περιοχή έρευνας επέφερε ευνοϊκές αλλαγές στη δομή των υγρών φυτοκοινοτήτων, με κυριότερη την αύξηση των υγρολιβαδικών ειδών φυτών και τη μείωση των υψηλών ελόφυτων, και θετικές επιδράσεις στα διατρεφόμενα είδη πουλιών και στην αναπαραγωγή των φυτόφιλων ειδών ψαριών. Παρόμοιες ήταν οι επιδράσεις της βόσκησης βούβαλων και κατά τη διάρκεια προγράμματος LIFE-ΦΥΣΗ στην ίδια περιοχή από τον Ιούλιο του 2002 έως τον Ιούνιο του 2007, με τη διαφορά ότι εφαρμόστηκε σύστημα περιτροπικής βόσκησης σε οκτώ παραλίμνιες περιοχές. Οι μέσες ετήσιες εντάσεις βόσκησης που καταγράφηκαν στη διάρκεια του προγράμματος αυτού (για το διάστημα 2002-2006) ήταν από 3,7 έως 5,1 Ζωικές Μονάδες ανά εκτάριο. Έτσι, προκύπτει ότι οι τιμές έντασης βόσκησης που εφαρμόστηκαν στις παραλίμνιες περιοχές της Μικρής Πρέσπας ήταν σαφώς υψηλότερες από αυτές που αναφέρουν οι συγγραφείς που αναφέρονται στον παραπάνω πίνακα. Αυτό όμως οφείλεται κατά κύριο λόγο στην υψηλή παραγωγή των καλαμιώνων της Μικρής Πρέσπας, στην οποία οφείλονται και οι ιδιαίτερα υψηλές τιμές της βοσκοϊκανότητας αυτών. Η βόσκηση στους υγροτόπους της λίμνης Ισμαρίδας μπορεί να εφαρμοστεί με μεγάλα κτηνοτροφικά ζώα με βόσκηση εντός κάποιων εκτεταμένων περιφραγμένων περιοχών ή με καθοδήγηση των ζώων από βοσκό. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται η εκπόνηση ‘’Ειδικής Λιβαδοπονικής Μελέτης’’. Στην πρώτη περίπτωση τα ζώα είναι υποχρεωμένα να βοσκήσουν εντός μιας συγκεκριμένης περιοχής με συγκεκριμένη διαθεσιμότητα και ποικιλία φυτών με αποτέλεσμα να καταναλώσουν τη βοσκήσιμη ύλη που υπάρχει εντός της περίφραξης, που θα προκαλέσει σχετικά γρήγορο και αποτελεσματικό έλεγχο της υγροτοπικής βλάστησης. Στη δεύτερη περίπτωση τα ζώα έχουν περισσότερη ελευθερία ως προς την επιλογή των φυτών που βόσκουν και δεν υποχρεώνονται να καταναλώσουν ανεπιθύμητα φυτά. Είναι λοιπόν πιθανό να μην ελέγξουν πολύ αποτελεσματικά την ελοφυτική βλάστηση, εκτός εάν ο βοσκός έχει την ικανότητα να τα στρέφει, έστω και μικρά χρονικά διαστήματα, προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις.
Κοπή της βλάστησης. Η κοπή της βλάστησης στους ευρωπαϊκούς υγροτόπους αποτελεί πρακτική με μακρόχρονη ιστορία και συχνά αποτελεί προτεινόμενη πρακτική για τη διατήρηση εκτάσεων υγρών ποολίβαδων με στόχο την αποτροπή πλημμυρών σε παρακείμενες περιοχές και την εγκατάσταση ξυλωδών θάμνων. Σε υγροτοπικές περιοχές με μακρά παράδοση στην κοπή ή τη βόσκηση, έχουν αναπτυχθεί εξειδικευμένες μορφές χλωρίδας και πανίδας ως αποτέλεσμα της αδιάκοπης απομάκρυνσης της βιομάζας. Σε σύγκριση με τη βόσκηση, η κοπή είναι μη επιλεκτική μέθοδος που προσδίδει ομοιόμορφη δομή στη βλάστηση, ενώ έχει αποδειχθεί ότι ο συνδυασμός κοπής (ειδικά για συγκομιδή χορτονομής) και βόσκησης (μετά την κοπή) είναι σημαντικός για τη διατήρηση υψηλής ποικιλίας ειδών σε ποολιβαδικές φυτοκοινότητες. Εξίσου σημαντική για την ποιότητα της βλάστησης είναι η απομάκρυνση της κομμένης βιομάζας, με την οποία επιτυγχάνεται διάνοιξη των συστάδων και, συνεπώς, διευκόλυνση της φύτρωσης των σπόρων, και μείωση των θρεπτικών σε ποολίβαδα που κόβονται και συγκομίζονται κάθε χρόνο, γεγονός που ευνοεί λιγότερο παραγωγικά φυτά και προωθεί τη χλωριδική ποικιλότητα των συστάδων. Έτσι, κατά την εφαρμογή κοπών σε καλαμιώνες, αλλά και σε υγρολιβαδικές εκτάσεις, προτείνεται η συλλογή και απομάκρυνση της παραγόμενης κομμένης βλάστησης εκτός της περιοχής κοπής, ή έστω η τοποθέτησή της επιτόπου σε σωρούς με σκοπό τη φυσιολογική αποσύνθεση ή κάψιμό της. Αυτό γίνεται διότι η κομμένη βιομάζα έχει μεγάλο όγκο και στην περίπτωση που αφήνεται απλωμένη και αμάζευτη, προκαλεί αλλοίωση διαφόρων χαρακτηριστικών του εδάφους (π.χ. δημιουργία ανοξικών συνθηκών, ευτροφισμός), αύξηση του οργανικού υποστρώματος και δυσχέρεια στην εφαρμογή μελλοντικών τεχνικών διαχείρισης. Από πειράματα σε διαπλάσεις αγρωστοειδών και καλαμιώνων σε έλος της Δ. Ευρώπης προέκυψε ότι οι συστηματικές κοπές της βλάστησης προκάλεσαν μείωση της παραγωγής στις κομμένες επιφάνειες σε σχέση με τους μάρτυρες. Στο πείραμα που πραγματοποιήθηκε από την ΕΠΠ στη δυτική όχθη της λίμνης Μικρή Πρέσπα την περίοδο 1997-2001, η θερινή κοπή της βλάστησης των καλαμιώνων (μία φορά ανά έτος) ευνόησε την κάλυψη των υγρολιβαδικών ειδών φυτών και επηρέασε σημαντικά τα δομικά χαρακτηριστικά του καλαμιού προκαλώντας μείωση στις πυκνότητες των νέων και ξηρών ιστάμενων βλαστών, στο ύψος και στη διάμετρό τους, ιδιαίτερα μετά από τρεις διαδοχικές ετήσιες εφαρμογές. Όμως, η διακοπή της επέφερε άμεση επανάκαμψη του καλαμιού με αποτέλεσμα, ως διαχειριστικό μέσο, η θερινή κοπή να πρέπει να εφαρμόζεται συστηματικά κάθε έτος για την καταπολέμηση του καλαμιού ή και σε συνδυασμό με τη βόσκηση βούβαλων. Η κοπή αποτελεί επίσης συνήθη πρακτική διαχείρισης της βλάστησης των καλαμιώνων και καθορίζεται από τρεις παραμέτρους: α) την εποχή εφαρμογής, β) τη συχνότητα, και γ) την έκταση. Ανάλογα με τους στόχους της διαχείρισης, η κοπή μπορεί να εφαρμόζεται κατά τους καλοκαιρινούς ή τους χειμερινούς μήνες. Τα αποτελέσματα της κοπής σε κάθε περίπτωση είναι διαφορετικά. Η συχνότητα της κοπής αφορά στον αριθμό των κοπών του καλαμιώνα μέσα σε ένα έτος ή στην περιοδικότητα της κοπής μεταξύ περισσότερων ετών. Οι σχετικές αποφάσεις καθορίζονται από τους σκοπούς της διαχείρισης ενός καλαμιώνα (προστασία συγκεκριμένων ενδιαιτημάτων, εμπορική χρήση των καλαμιών ή και τα δύο), οι οποίοι καθορίζουν και την έκταση της κοπής. Η καλοκαιρινή κοπή οδηγεί κυρίως στον έλεγχο (μείωση ζωτικότητας) των κυρίαρχων υψηλών ελόφυτων, αναβαθμίζοντας έτσι τη χλωριδική ποικιλότητα του καλαμιώνα και διατηρώντας επιφάνειες νερού ελεύθερες από τέτοια φυτά. Αυτό γίνεται διότι απομακρύνονται τα χλωρά φωτοσυνθετικά τμήματα των φυτών σε μια εποχή, που το μεγαλύτερο μέρος του ενεργειακού αποθέματος (ολικοί μη δομικοί υδρογονάνθρακες και υδατοδιαλυτοί υδρογονάνθρακες) των καλαμιών και άλλων υψηλών υπερυδατικών φυτών έχει μεταφερθεί από τα ριζώματα στα ανώτερα τμήματα για την ανάπτυξή τους και την παραγωγή σπόρων. Παράλληλα, μειώνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ υψηλών ελόφυτων και λοιπών ποωδών φυτών, καθώς με την απομάκρυνση των πρώτων τα δεύτερα έχουν περισσότερο χώρο για να αναπτυχθούν, δεν σκιάζονται και δεν ανταγωνίζονται πλέον για θρεπτικά συστατικά. Η πρακτική αυτή αποτελεί συνήθη μέθοδο διαχείρισης των καλαμιώνων σε προστατευόμενες περιοχές, ενώ ταυτόχρονα συνδυάζεται με τη συγκομιδή χόρτου από αυτούς. Αποτελεί μια από τις πλέον ενδεδειγμένες μεθόδους διαχείρισης καλαμιώνων για τη δημιουργία ή αποκατάσταση υγρών ποολίβαδων και ανοιχτών επιφανειών νερού μέσα σε καλαμιώνες. Η αποτελεσματικότητα της καλοκαιρινής κοπής ως προς την καταπολέμηση των καλαμιών διαφέρει ανάλογα με το αν γίνεται πάνω ή κάτω από την επιφάνεια του νερού. Η καλοκαιρινή κοπή πάνω από την επιφάνεια του νερού εφαρμόζεται σε καλαμιώνες με στεγνό έδαφος ή σε πολύ ρηχά νερά. Η κοπή γίνεται συνήθως μεταξύ Ιουνίου – Αυγούστου με συμβατικά ή εξειδικευμένα μηχανήματα (π.χ. γεωργικοί ελκυστήρες με παρελκόμενους κοπτικούς μηχανισμούς, μηχανές με φαρδιά ελαστικά ή ερπύστριες κ.ά.). Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στο γεγονός ότι, στην περίπτωση που η πρώτη κοπή είναι προγραμματισμένη για την αρχή του καλοκαιριού, είναι πιθανό να προκαλέσει σημαντική ενόχληση σε είδη της υγροτοπικής ορνιθοπανίδας (και όχι μόνο) που εκείνο ακριβώς το διάστημα φωλιάζουν μέσα στους καλαμιώνες. Το γεγονός αυτό μεταθέτει την κοπή κατά 1-2 μήνες αργότερα. Επιπλέον, εάν η κοπή γίνει νωρίς δίνεται χρόνος στο καλάμι να ξαναμεγαλώσει, οπότε είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα απαιτηθεί τουλάχιστον μια ακόμη κοπή μέσα στο ίδιο έτος. Η καλοκαιρινή κοπή πάνω από την επιφάνεια του νερού είναι πιο εύκολη στην εφαρμογή από την κοπή κάτω από την επιφάνεια του νερού, λιγότερο όμως αποτελεσματική στον περιορισμό της ανάπτυξης του καλαμιού. Η καλοκαιρινή κοπή κάθε έτος επιφέρει μείωση της παραγωγής βιομάζας και προωθεί τη χλωριδική ποικιλότητα στον καλαμιώνα, ιδιαίτερα αν κατά το θέρος οι περιοχές που κόβονται δεν είναι πλημμυρισμένες. Μετά δηλαδή από κάποια έτη συνεχόμενων κοπών το καλάμι και τα άλλα υψηλά φυτά θα αντικατασταθούν από περισσότερα είδη λιγότερων ανταγωνιστικών φυτών, κατάσταση θεμιτή ιδιαίτερα όσον αφορά στη δημιουργία υγρολίβαδων. Η κοπή των καλαμιών μπορεί επίσης να γίνει χειρωνακτικά ή με ελαφριά φορητά χορτο-θαμνοκοπτικά μηχανήματα, ανάλογα με τους διαθέσιμους πόρους και την έκταση των επιφανειών που κόβονται. Για την κοπή σχετικά μεγάλων επιφανειών συνιστάται η χρήση μηχανημάτων σχετικά μεγάλης ιπποδύναμης. Πρέπει να σημειωθεί ότι η κοπή των καλαμιώνων αποτελεί μια επίπονη και χρονοβόρα εργασία, ιδιαίτερα όταν οι περιοχές παρέμβασης είναι υγρές ή πλημμυρισμένες, η μορφολογία του εδάφους παρουσιάζει ανωμαλίες και όταν υπάρχει μεγάλος όγκος ξηρής οργανικής ουσίας. Η καλοκαιρινή κοπή κάτω από την επιφάνεια του νερού εφαρμόζεται με ειδικά αμφίβια ή πλωτά μηχανήματα, όταν επιθυμείται περιορισμός της εξάπλωσης υψηλών υπερυδατικών φυτών, όπως το καλάμι, το βούρλο και το ψαθί, και διατήρηση ανοιχτών επιφανειών νερού χωρίς απαραίτητα να προηγείται αποστράγγιση του καλαμιώνα προκειμένου να διευκολυνθεί η κοπή. Με αυτήν τη μέθοδο επιτυγχάνεται: α) κοπή των φυτών κατά την περίοδο αύξησής τους και απομάκρυνση του φωτοσυνθετικού τους τμήματος, β) αποκλεισμός παροχής οξυγόνου στα ριζώματα των φυτών, και γ) μείωση παραγωγής βλαστών κατά την επόμενη άνοιξη. Συστηματικές κοπές με πλωτά μηχανήματα γίνονται εδώ και αρκετά χρόνια στις λίμνες Καστοριάς, Παμβώτιδας και Άγρα με σκοπό την αποτροπή της εγκατάστασης ελοφυτικής βλάστησης σε συγκεκριμένες τοποθεσίες και τη διατήρηση περιμετρικών καναλιών με ανοιχτά νερά. Πλωτό μηχάνημα έχει επίσης αγοραστεί για την διαχείριση στην λίμνη Πετρών με βάση το οποίο έχει εκπονηθεί μελέτη διαχείρισης των καλαμιώνων. Δεν είναι όμως το καταλληλότερο για την περιοχή. Αντιθέτως είχε προταθεί στην αρχική μελέτη για την διαχείριση των καλαμιώνων στην περιοχή αμφίβιο μηχάνημα το οποίο θα ήταν προσφορότερο για την περιοχή, καθώς θα μπορούσε να εξυπηρετήσει και μόνιμες και επαναλαμβανόμενες παρεμβάσεις. Με τη μέθοδο αυτή μπορούν να δημιουργηθούν νέες μόνιμες επιφάνειες νερού μέσα σε ένα καλαμιώνα με αποτέλεσμα τη δημιουργία μωσαϊκού καλαμιού και ανοιχτών επιφανειών νερού, γεγονός που ωφελεί συγκεκριμένα είδη πουλιών, ψαριών, υδρόβιων ασπόνδυλων και φυτών. Όταν γίνεται κοπή κάτω από την επιφάνεια του νερού πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στα εξής σημεία: -Μετά την πρώτη κοπή θα πρέπει πιθανώς να ακολουθήσουν διαδοχικές κοπές κατά τη διάρκεια της αυξητικής περιόδου των φυτών (Απρίλιος - Σεπτέμβριος). Αυτό γίνεται διότι κατά την πρώτη κοπή, ανάλογα με το βάθος κοπής, είναι δυνατό να μην κοπούν βλαστοί που έχουν ακόμη μικρό ύψος και δεν έχουν ακόμη φθάσει στην επιφάνεια του νερού. -Για τη δημιουργία ανοιγμάτων στον καλαμιώνα, οι κομμένοι βλαστοί θα πρέπει να παραμείνουν κάτω από την επιφάνεια του νερού κατά την ίδια περίοδο. Εάν αυτό δεν είναι δυνατό, απλά μειώνονται οι πιθανότητες πλήρους ελέγχου των φυτών και απαιτούνται κοπές της αναβλάστησης. -Οι κοπές δεν πρέπει να προκαλούν ενόχληση στην άγρια ζωή. Προκειμένου για κοπή κάτω από την επιφάνεια του νερού σε σχετικά ρηχά νερά η μέθοδος αυτή μπορεί να εφαρμοστεί μόνο με: α) φορητά χορτοκοπτικά μηχανήματα με πριονωτό δίσκο και σταθερή λάμα / κεφαλή πάνω από το δίσκο, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν σε βάθος μέχρι ένα μέτρο, και β) τροχήλατες φρέζες από τις οποίες αφαιρούνται οι σκαπτικές λάμες στο πίσω μέρος και τοποθετείται ειδικό κοπτικό μαχαίρι πλάτους ενός μέτρου στο μπροστινό μέρος. Αυτές μπορούν να κόψουν καλάμια μέχρι βάθους 30 εκατοστών και σε σκληρό σχετικά έδαφος για να μην κολλήσουν στη λάσπη. Συχνά τοποθετούνται διπλές ή τριπλές ρόδες στο μηχάνημα για να μη βουλιάζει. Πρέπει να σημειωθεί ότι τέτοια μηχανήματα χρησιμοποιούνται με απόλυτη επιτυχία στη Βρετανία, όπου όμως τα καλάμια έχουν γενικώς πιο αδύνατους βλαστούς και χαμηλότερο ύψος από ότι τα καλάμια σε ελληνικούς υγροτόπους. Συνεπώς, η προμήθεια τέτοιων μηχανημάτων θα πρέπει να γίνεται αφού πρώτα εξασφαλίζεται (από την κατασκευάστρια εταιρία) η δυνατότητα κοπής καλαμιών διαμέτρου πάνω από 10 χιλ. Η χρήση χειρωνακτικών εργαλείων, όπως δρεπάνια (πολύ αποτελεσματικά σε ορισμένες περιπτώσεις μικρών επιφανειών), μπορεί να γίνει αφού προηγηθούν μηχανικές κοπές και έχει μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των βλαστών ανά μονάδα επιφάνειας ή εφόσον αφορούν σε μικρές επιφάνειες. Η χειμερινή κοπή απομακρύνει μόνο τα νεκρά στελέχη του καλαμιού και καταλήγει συνήθως στην αναβάθμιση της ποιότητας του καλαμιώνα, καθώς δεν επιτρέπει τη συσσώρευση ξηρής ουσίας στο υπόστρωμα και ανακόπτει τη φυσική διαδοχή της βλάστησης. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται πρόσκαιρες ανοιχτές επιφάνειες μέσα στον καλαμιώνα, ευνοείται η ανάπτυξη του καλαμιού κατά την επόμενη αυξητική περίοδο και συνήθως μειώνεται η χλωριδική ποικιλότητα του καλαμιώνα. Η κομμένη βιομάζα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διάφορους εμπορικούς σκοπούς ή να αποτεθεί σε σωρούς και να καεί ή να αποσυντεθεί. Η χειμερινή κοπή γενικά είναι προτιμότερη από το κάψιμο των καλαμιώνων διότι επιτρέπει την απόληψη βιομάζας, χωρίς να καταστρέφει τους πληθυσμούς των ασπόνδυλων οργανισμών που ενδιαιτούν στο οργανικό υπόστρωμα του καλαμιώνα. Ως τεχνική διαχείρισης, συνδυάζει τους εξής στόχους: -δημιουργία πρόσκαιρων ανοιχτών επιφανειών από το χειμώνα ως τις αρχές Μαΐου, εποχή κατά την οποία το καλάμι και το ψαθί αναπτύσσονται ταχύτατα καλύπτοντας τις κομμένες επιφάνειες, -επιτρέπει το σχεδιασμό και την εφαρμογή συστήματος διαχείρισης προσαρμοσμένου στους διαθέσιμους πόρους και τη ζήτηση του καλαμιού στην αγορά, ως προϊόν της διαχείρισης, -παράγει καλής ποιότητας στελέχη καλαμιών για την κατασκευή σκεπών, -επιβραδύνει το ρυθμό διαδοχής της βλάστησης των καλαμιώνων και την επακόλουθη απώλεια χρήσιμου καλαμιού, -ωφελεί την άγρια ζωή διατηρώντας τα ενδιαιτήματα των καλαμιώνων. Η χειμερινή κοπή καλαμιώνων ανά έτος παράγει πολλούς λεπτούς και με μεγάλες ταξιανθίες βλαστούς. Τα χαρακτηριστικά αυτά επιδιώκονται, όταν το καλάμι χρησιμοποιείται για εμπορικούς σκοπούς, π.χ. σκεπές και καλαμωτές. Η τεχνική αυτή γενικώς προάγει την κυριαρχία του καλαμιού, μειώνοντας τη χλωριδική ποικιλότητα στον καλαμιώνα. Κατά την εφαρμογή προγράμματος διαχείρισης με χειμερινή κοπή ανά έτος θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα το γεγονός, ότι η απομάκρυνση των νεκρών βλαστών καλαμιού διαταράσσει τη διαχείμαση πολλών ασπόνδυλων ειδών που ενδιαιτούν μέσα στους βλαστούς. Στις περιπτώσεις λοιπόν που η έκταση των περιοχών είναι ικανή, θα πρέπει κατά το σχεδιασμό μιας φιλικής προς το περιβάλλον διαχείρισης κάποιες επιφάνειες να παραμένουν εκτός διαχείρισης ή να προβλέπεται για αυτές διαχείριση με μεγάλο περίτροπο χρόνο (πάνω από 3 - 5 έτη). Με τον τρόπο αυτό οι πληθυσμοί των ασπόνδυλων βρίσκουν καταφύγιο στις μη διαταραγμένες περιοχές και μπορούν να επανεποικίσουν τις κομμένες επιφάνειες. Αυτή η μέθοδος ευνοεί επίσης διάφορα είδη θηλαστικών και πουλιών (π.χ. τόπους τροφοληψίας για μουστακαλήδες Panurus biarmicus το χειμώνα και θέσεις φωλιάσματος για υδρόβια πουλιά την άνοιξη). Η χειμερινή κοπή καλαμιώνων ανά δύο έτη εφαρμόζεται σε πολλές προστατευόμενες περιοχές, από όπου τα κομμένα καλάμια προωθούνται σε αγορές. Οι βλαστοί είναι συνήθως ψηλότεροι, με μεγαλύτερη διάμετρο, με πυκνές ταξιανθίες και λιγότεροι ανά μονάδα επιφάνειας από αυτούς που προέρχονται από ετήσια χειμερινή κοπή και συνήθως παράγονται μεγαλύτερες ποσότητες βιομάζας, καθώς προσφέρεται στον καλαμιώνα ένα διάστημα «ξεκούρασης». Με την τεχνική αυτή εξασφαλίζεται η ύπαρξη μη διαταραγμένων περιοχών για δύο συνεχόμενα έτη, γεγονός που ωφελεί διάφορους οργανισμούς που ενδιαιτούν στους καλαμιώνες και επιτρέπει την ανάπτυξη ποωδών φυτών ανάμεσα στα καλάμια. Για τους λόγους αυτούς προτιμάται έναντι της κοπής ανά έτος σε σημαντικούς για την άγρια ζωή υγρότοπους. Η χειμερινή κοπή καλαμιώνων με μεγαλύτερο χρόνο περιτροπής (3-15 έτη) εφαρμόζεται κυρίως σε περιοχές όπου δεν υπάρχει εμπορική ζήτηση για τα καλάμια και η διαχείριση εφαρμόζεται για την προστασία της βιοποικιλότητας, προσφέροντας στην πανίδα πολύτιμες αδιατάρακτες περιοχές. Το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ των κοπών εξαρτάται από τους διαθέσιμους πόρους και τους επιδιωκόμενους στόχους. Η κομμένη βιομάζα μαζεύεται σε σωρούς όπου καίγεται ή αφήνεται να αποσυντεθεί. Στη δεύτερη περίπτωση δημιουργείται πολύτιμο ενδιαίτημα για ασπόνδυλα, μικροπούλια, ερπετά και πιθανώς για μικροθηλαστικά. Κοπές ανά 3-5 έτη μειώνουν τη συσσώρευση νεκρού οργανικού υποστρώματος και αποτρέπουν την εγκατάσταση ξυλωδών φυτών των οποίων η απομάκρυνση είναι δύσκολη και δαπανηρή. Κοπές ανά μεγαλύτερα διαστήματα μπορεί να εφαρμόζονται για την προστασία συγκεκριμένων ειδών, όπως ο καλαμόκιρκος Circus aeroginosus που συχνά φωλιάζει στον ίδιο καλαμιώνα για αρκετά χρόνια. Το 1990, στον υγρότοπο Leighton Moss της περιοχής Lancashire στη Μεγάλη Βρετανία, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα με πειραματικές κοπές ανά 5 - 10 έτη. Ο αρχικός στόχος ήταν να κόβονται κάθε χρόνο 4-8 εκτάρια από τα 79 συνολικά εκτάρια του καλαμιώνα. Επιλέχθηκαν μικρές υπομονάδες του καλαμιώνα διαμέτρου 30-40 μέτρων, διασκορπισμένες σε όλη την έκτασή του, κυρίως όμως στις ξηρότερες περιοχές, όπου η συσσώρευση νεκρής οργανικής ύλης ήταν μεγαλύτερη. Οι κοπές γίνονταν το χειμώνα και η βιομάζα καιγόταν επί τόπου. Μετά από 6 χρόνια πειραματισμού, το σύνολο των κομμένων επιφανειών ανά έτος μειώθηκε σε 3 εκτάρια, καθώς στο σύνολο του καλαμιώνα υπήρχε μικρός ρυθμός συσσώρευσης οργανικού υποστρώματος και εκτιμήθηκε ότι αφήνονταν ανεπαρκείς αδιατάρακτες επιφάνειες χρήσιμες για το φώλιασμα των μουστακαλήδων. Οι ήταυροι Botaurus stellaris χρησιμοποιούν τις πρόσφατα κομμένες επιφάνειες για διατροφή και οι καλαμόκιρκοι κυνηγούν στις ανοιχτές κομμένες περιοχές. Εκτιμάται ότι ο μεγάλος αριθμός μικρών διασκορπισμένων επιφανειών είναι περισσότερο ωφέλιμος από την ύπαρξη μίας ή δύο μεγάλων κομμένων επιφανειών. Παράλληλα, από την αρχή του πειράματος, αυξήθηκαν οι αριθμοί αναπαραγόμενων ζευγαριών φαλαρίδας Fulica atra, νεροκοτσέλας Rallus aquaticus και καλαμοποταμίδας Acrocephalus scirpaceus. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται συνήθως στην χειμερινή κοπή καλαμιών είναι τα φορητά θαμνοκοπτικά και οι τροχήλατες φρέζες με προσαρμοσμένη κοπτική λάμα ή μεγαλύτερα ερπηστριοφόρα μηχανήματα με κοπτικό μαχαίρι στο μπροστινό ή στο πλαϊνό τμήμα του μηχανήματος.
Καύση. Η καύση της βλάστησης αποτελεί μια εύκολη, χαμηλού κόστους και υψηλής αποτελεσματικότητας τεχνική για την απομάκρυνση μεγάλων ποσοτήτων βλάστησης σε εγκαταλελειμμένες εκτάσεις υγρών ποολίβαδων και καλαμιώνων πριν από την επαναφορά φιλικότερων πρακτικών διαχείρισης με βόσκηση και κοπές. Εφαρμόζεται επίσης σε περιπτώσεις συσσώρευσης κομμένης ανεπιθύμητης φυτομάζας τοποθετημένης σε σωρούς ή σειρές σε σημεία περιοχών, που βρίσκονται υπό καθεστώς διαχείρισης με κοπές. Η φωτιά σε καλαμιώνες και υγρά λιβάδια μπορεί να είναι καταστρεπτική για τους ασπόνδυλους οργανισμούς και για αυτό το λόγο προτείνεται η περιορισμένη εφαρμογή της κατά τη διάρκεια των μηνών Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου. Οι φωτιές επηρεάζουν σημαντικά και τους ρυθμούς συσσώρευσης τύρφης σε υγροτόπους. Γενικά, σε προστατευόμενες περιοχές συστήνεται η χρήση της φωτιάς με βάση διαχειριστικό σχέδιο και μόνο εντός της χειμερινής περιόδου, καθώς τις υπόλοιπες εποχές θεωρείται καταστρεπτική, ειδικά για είδη της άγριας πανίδας που δεν μπορούν να την αποφύγουν, όπως τα μαλάκια, τα ασπόνδυλα και οι νεοσσοί πουλιών. Οι επιδράσεις της χειμερινής καύσης στη βλάστηση των καλαμιώνων συνοψίζονται στα εξής σημεία: -απομάκρυνση της ξηρής ιστάμενης και κατακείμενης βιομάζας που υπάρχει στον καλαμιώνα με αποτέλεσμα τη δημιουργία επιφανειών πρόσκαιρα ελεύθερων από υψηλά ελόφυτα, -παραγωγή περισσότερων και λεπτότερων βλαστών καλαμιών κατά την επόμενη περίοδο ανάπτυξης, -αύξηση του ρυθμού επαναφοράς θρεπτικών στοιχείων στον υγρότοπο, γεγονός που ευνοεί την εκδήλωση ευτροφικών φαινομένων, που με τη σειρά τους μπορεί να επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στην ποιότητα των υδάτων και τη σύνθεση των φυτοκοινοτήτων, -καταστροφή του οργανικού υποστρώματος όταν η φωτιά καίει σε βάθος, γεγονός που βλάπτει τους πληθυσμούς ασπόνδυλων που διαχειμάζουν σε αυτό. Οι παραπάνω επιδράσεις της είναι παρόμοιες με αυτές που προκαλούνται από την χειμερινή κοπή των καλαμιώνων, αν και η δεύτερη τεχνική θεωρείται λιγότερο δραστική. Πριν το κάψιμο καλαμιώνων καλό είναι να διανοίγονται ζώνες πυρασφάλειας πλάτους τουλάχιστον τριών μέτρων γύρω από τις περιοχές παρέμβασης και να υπάρχουν εργαλεία για την καταπολέμηση της φωτιάς στην περίπτωση που επεκταθεί σε γειτονικές επιφάνειες. Η εφαρμογή της τεχνικής αυτής μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: α) Κάψιμο αντίθετα με τη φορά του ανέμου. Με τον τρόπο αυτό, εξασφαλίζεται αργό και βαθύ κάψιμο των όρθιων ξηρών βλαστών και του οργανικού υποστρώματος, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική αποικοδόμηση του καλαμιώνα. Επίσης εξασφαλίζεται ο έλεγχος της φωτιάς. β) Κάψιμο προς τη φορά του ανέμου. Σε αυτήν την περίπτωση απαιτείται μεγαλύτερη προσοχή, καθώς μέσα σε λίγα λεπτά οι φλόγες μπορούν εύκολα να ξεπεράσουν τα πέντε μέτρα σε ύψος. Το κάψιμο είναι γρήγορο και επιφανειακό αφήνοντας ανέπαφο το κατώτερο τμήμα του οργανικού υποστρώματος και, σε πολλές περιπτώσεις, άκαυτα τμήματα στην περιοχή παρέμβασης. Στην περίπτωση που πρόκειται να καούν κομμένα στελέχη καλαμιών συνίσταται η συγκέντρωση των κομμένων υλικών σε σωρούς σε κεντρικά σημεία των περιοχών παρέμβασης ή σε σειρές κατά μήκος των περιοχών και σε αποστάσεις δέκα μέτρων μεταξύ των σειρών. Η εκκίνηση της καύσης μπορεί να γίνει με άναμμα ορισμένων ξηρών φύλλων με αναπτήρα ή απλό φλόγιστρο προπανίου.
Αποκομιδή οργανικής ύλης. Η τεχνική αυτή αφορά στη συγκέντρωση και μεταφορά εκτός καλαμιώνα της οργανικής ύλης, που είναι συσσωρευμένη στο υπόστρωμα, είτε ως ξηρή ουσία είτε σε κατάσταση αποσύνθεσης. Εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που έχει συσσωρευτεί μεγάλος όγκος οργανικής ουσίας. Η υπερβολική συσσώρευση οργανικής ύλης μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της ζωτικότητας του καλαμιώνα και στο κλείσιμο (μπάζωμα) ανοιχτών επιφανειών μέσα σε αυτόν. Η μέθοδος αυτή μπορεί να εφαρμοστεί χειρωνακτικά ή μηχανικά, ανάλογα με την επιφάνεια που πρέπει να καθαριστεί και το βάθος στο οποίο πρέπει να προχωρήσει η αποκομιδή, χωρίς να αλλοιώσει τη δομή του εδάφους κάτω από το οργανικό υπόστρωμα. Για να πραγματοποιηθεί χειρωνακτικά πρέπει πρώτα να προηγηθεί απομάκρυνση των βλαστών με κοπή των καλαμιών. Έτσι μπορεί να συσσωρευτεί η ποσότητα των μικρών τμημάτων ξηρών βλαστών που προέρχονται από το κόψιμο του καλαμιώνα με τσουγκράνες με μεγάλα, ισχυρά και αραιά δόντια. Η μηχανική αποκομιδή μπορεί να συνδυαστεί με ελαφριές εκσκαφές για τη δημιουργία ανοιγμάτων ή μικρών λιμνών μέσα στον καλαμιώνα. Σύμφωνα με διάφορους ερευνητές, οι μηχανικές παρεμβάσεις τροποποιούν σημαντικά τα ενδιαιτήματα καθώς απομακρύνουν την ξηρή ουσία και τα ανεπιθύμητα φυτά, αλλάζουν το υδρολογικό καθεστώς κ.λπ. Τα αποτελέσματα συχνά είναι μη αντιστρέψιμα, με αποτέλεσμα να είναι ευεργετικά ή καταστροφικά ανάλογα με το σχεδιασμό και τον τρόπο εφαρμογής τους. Σε περιπτώσεις βαθέων εκσκαφών διαταράσσεται η συσσωρευμένη στο έδαφος ποσότητα σπόρων , γεγονός που επηρεάζει την επακόλουθη εγκατάσταση των υδρόφυτων, και διασπάται το υπεδάφιο αδιαπέραστο από το νερό στρώμα με αποτέλεσμα να μην πλημμυρίζονται πλέον οι σκαμμένες περιοχές.
Επιδράσεις υδρολογικής διαχείρισης στη βλάστηση (με ιδιαίτερη αναφορά στην εισροή θαλασσινού νερού σε υγροτόπους γλυκού νερού). Οι επιδράσεις του υδρολογικού καθεστώτος (ως αποτέλεσμα της διαχείρισης των εισροών και εκροών νερού ή, τελικά, της στάθμης) στην υγροτοπική βλάστηση φαίνεται να είναι περισσότερο έμμεσες και σαφώς πιο πολύπλοκες από ότι οι επιδράσεις της βόσκησης, της κοπής και της καύσης, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ως άμεσες διαταραχές με κύριο χαρακτηριστικό την απομάκρυνση της βιομάζας των φυτών. Ο Keddy (2002) υποστηρίζει ότι το εύρος και η συχνότητα των διακυμάνσεων των επιπέδων των υδάτων καθορίζουν τα χαρακτηριστικά των υγροτόπων, όπως ακριβώς η ένταση και η συχνότητα της φωτιάς καθορίζει τα χαρακτηριστικά των δασών. Το πλημμύρισμα των καλαμιώνων και των υγρών ποολίβαδων αποτελεί βασικό παράγοντα διατήρησης της βιοποικιλότητάς τους. Η υγρασία του εδάφους επηρεάζει τη χλωριδική τους σύνθεση και την καταλληλότητα των φυτοκοινοτήτων για είδη της άγριας πανίδας (π.χ. φωλεάζοντα είδη υδροβίων πουλιών). Οι πλημμύρες επηρεάζουν τα υγροτοπικά συστήματα με αποθέσεις φερτών υλικών και διαβρώσεις, που προσδίδουν νέα χαρακτηριστικά στα ενδιαιτήματα. Αυτές οι διαταραχές δημιουργούν κατάλληλες συνθήκες για πρόδρομα είδη φυτών και διατηρούν πρώιμα διαδοχικά στάδια. Το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα φυτά των υγροτόπων στην πλημμυρισμένη φάση τους είναι η ανάπτυξη ανοξικών συνθηκών στο υπόστρωμα και οι συνακόλουθες χημικές μεταβολές που λαμβάνουν χώρα στα κορεσμένα με νερό εδάφη. Οι μηχανισμοί αντίδρασης των υγροτοπικών φυτών στις πλημμύρες, τις διακυμάνσεις της στάθμης των υδάτων και την περιοδική αποστράγγιση των εδαφών είναι πολλαπλοί. Ορισμένα είδη, όπως το Phragmites australis, ευνοούνται από την αυξομείωση της στάθμης και συγκεκριμένα από το χειμερινό-εαρινό πλημμύρισμα και τη θερινή-φθινοπωρινή πρόσκαιρη ξήρανση των επιφανειακών στρωμάτων των υγροτοπικών εδαφών. Αντίθετα, κάποια άλλα χαρακτηριστικά είδη, όπως τα ψαθιά (Typha spp), αναπτύσσονται καλύτερα υπό συνθήκες περισσότερο παρατεταμένης πλημμύρας, καταλαμβάνοντας συνήθως υφέσεις του αναγλύφου ή γενικώς χαμηλότερες τοποθεσίες, που καλύπτονται από λιμναία ύδατα για μακρά χρονικά διαστήματα. Σημαντικές αλλαγές στη βλάστηση προκαλούνται από δραστικότερες παρεμβάσεις στο υδρολογικό καθεστώς, όπως π.χ. η σημαντική αύξηση της στάθμης των υδάτων, που έλαβε χώρα στη λίμνη Κερκίνη με την ύψωση των περιφερειακών αναχωμάτων (κατά 6m) από το 1982 και μετά. Μία από τις σημαντικότερες επιπτώσεις του νέου υδρολογικού καθεστώτος ήταν η εξαφάνιση των καλαμιώνων, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν στην μόνιμη κατάκλυσή τους και στις αυξομειώσεις της στάθμης της λίμνης κατά 4-5m μέσα σε κάθε έτος. Αν και συνήθως η διαχείριση των ποσοτήτων του νερού είναι σημαντικότερη, η ποιότητα του νερού επηρεάζει επίσης τη βλάστηση των παρόχθιων περιοχών. Οι εκπλύσεις γεωργικών εδαφών και η άμεση ή έμμεση διάθεση λυμάτων αποτελούν τις σημαντικότερες πηγές παροχής θρεπτικών στοιχείων (και ρυπογόνων ουσιών) στους υγροτόπους. Το καλάμι ευνοείται από την ύπαρξη ευτροφικών συνθηκών, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις η υψηλή συγκέντρωση θρεπτικών στοιχείων συσχετίστηκε με την υποβάθμιση των καλαμιώνων. Οι ευτροφικές συνθήκες ευνοούν επίσης ταχυαυξή και κυρίαρχα είδη, όπως τα κυανοφύκη και τα μικρά επιπλεόντα φυτά του γένους Lemna. Η υπερβολική ανάπτυξη αυτών οδηγεί σε ανταγωνισμό με άλλα είδη φυτών για θρεπτικά στοιχεία και ηλιακή ακτινοβολία. Κατά συνέπεια, μειώνεται η διαύγεια των υδάτων και εξειδικευμένοι θηρευτές, όπως οι ερωδιοί, δεν μπορούν να δουν τα θηράματά τους, ενώ οι πληθυσμοί των υδρόβιων ασπόνδυλων πλήττονται επίσης από τη μείωση των λιγότερο ανταγωνιστικών υδρόβιων φυτών. Γενικά, οι ισορροπίες στην τροφική αλυσίδα είναι λεπτές και η υπερβολική παροχή θρεπτικών στοιχείων μπορεί να τις επηρεάσει σημαντικά. Η διαύγεια των υδάτων και η ύπαρξη πολλών διαφορετικών ειδών φυτών σε αυτά αποτελούν γενικώς δείκτη καλής ποιότητας. Οι μηχανισμοί αντίδρασης των φυτών στις αλλαγές του υδρολογικού καθεστώτος σε συνδυασμό με άλλες φυσικές ή τεχνητές διαταραχές προκαλούν διαφοροποιήσεις στη δομή και σύνθεση της υγροτοπικής βλάστησης. Η συχνότητα των πυρκαγιών και οι υδρολογικές παράμετροι αποτελούν τους κύριους παράγοντες διαμόρφωσης των υγροτοπικών φυτοκοινοτήτων στις νοτιοανατολικές ΗΠΑ. Οι χαμηλής έντασης φωτιές μπορούν απλά να προκαλέσουν απομάκρυνση της υπάρχουσας βλάστησης, αλλαγές στη σύνθεση της βλάστησης (με αποτέλεσμα από ξυλώδης να γίνει ποώδης) και αύξηση της ποικιλίας ειδών. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια παρατεταμένων περιόδων ξηρασίας, οι εντονότερες πυρκαγιές μπορούν να κάψουν την οργανική ουσία στο έδαφος, δημιουργώντας έτσι νέες υφέσεις στο ανάγλυφο και λιμνούλες. Όσον αφορά τις επιδράσεις της εισροής θαλασσινού νερού (αύξηση αλατότητας) σε καλαμιώνες που βρίσκονται σε υγροτόπους γλυκών νερών, αυτές συνοψίζονται στα παρακάτω σημεία: -Το καλάμι Phragmites australis είναι ικανό να ευδοκιμήσει σε υφάλμυρα νερά και μάλιστα να αναπτύξει εκτεταμένους καλαμιώνες σε εκβολές ποταμών και αλμυρόβαλτους. Όμως, η εισροή θαλασσινού νερού σε καλαμιώνες που έχουν αναπτυχθεί σε γλυκό νερό μπορεί να είναι καταστροφική για αυτούς, καθώς προκαλείται μείωση της ευρωστίας των καλαμιώνων και θανάτωση πολλών άλλων στοιχείων της άγριας ζωής. Η επανάκαμψη των καλαμιώνων μετά από τέτοια γεγονότα μπορεί να διαρκέσει μερικά έτη. -Σύμφωνα με τους Mesléard & Perennou (1996) το είδος Phragmites australis αντέχει σε μέγιστη συγκέντρωση αλατιού 10 g/lt (στο νερό) κατά την αυξητική περίοδο και σε υψηλότερες συγκεντρώσεις εκτός αυξητικής περιόδου. Οι Sinnassamy & Mauchamp (2000) αναφέρουν ότι η ανάπτυξη του φυτού μειώνεται σε συγκεντρώσεις αλατιού από 5 έως 20 g/lt (το θαλασσινό νερό περιέχει 35 g/lt), ενώ υπάρχουν καλαμιώνες που αντέχουν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα αλατότητας (45-50 g/lt) για πολύ σύντομες χρονικές περιόδους. Οι ίδιοι συγγραφείς όμως, επισημαίνουν ότι η περιεκτικότητα του νερού σε αλάτι δεν αποτελεί τον καλύτερο δείκτη του στρες που προκαλείται στο φυτό λόγω αλατότητας διότι σημαντικό ρόλο παίζουν και τα επίπεδα αλατότητας μέσα στο έδαφος, όπου μάλιστα εμφανίζεται διαβάθμιση των συγκεντρώσεων ανάλογα με το βάθος, το καθεστώς πλημμυρίσματος και την πηγή του νερού της πλημμύρας (π.χ. παλίρροια, ποτάμι ή αποστραγγιστική τάφρος). -Το ψαθί Typha spp. και το βούρλο Scirpus lacustris, είδη φυτών που απαντώνται στις λίμνες Παμβώτιδα, Μικρή Πρέσπα, Ισμαρίδα και αλλού, εμφανίζουν ανθεκτικότητα σε συγκεντρώσεις αλατιού 1-1,5 g/lt και έως 20 g/lt αντίστοιχα. -Ενδεικτικά αναφέρεται και η ανθεκτικότητα των τυπικών αλόφυτων Salicornia spp. και Arthrocnemum spp. με τιμές έως 150 g/lt αντίστοιχα και 100 g/lt αντίστοιχα (στα νότια και νοτιοανατολικά της Βιστωνίδας και Ισμαρίδας απαντώνται τα τυπικά αλόφυτα Suaeda spp. και Salsola spp. που επίσης αντέχουν σε ιδιαίτερα υψηλές τιμές αλατότητας). -Η διαβάθμιση στα επίπεδα αλατότητας μεταξύ ενός υγροτόπου με γλυκό νερό και της θάλασσας μπορεί να προκαλέσει τη δημιουργία εξειδικευμένων φυτοκοινοτήτων. -Οι καλαμιώνες που αναπτύσσονται σε αλμυρά νερά συντηρούν διαφορετικά είδη άγριας χλωρίδας και πανίδας σε σχέση με τους καλαμιώνες των γλυκών νερών και εμφανίζουν γενικώς χαμηλότερη ποικιλότητα. Συχνά, οι ανοιχτές επιφάνειες μέσα σε καλαμιώνες αλμυρών υδάτων δεν φιλοξενούν άλλους τύπους βλάστησης, παρά μόνο καλάμι, ενώ η απουσία μεγάλων πληθυσμών ψαριών και αμφιβίων ίσως αποτελεί την αιτία απουσίας φωλεαζόντων ήταυρων Botaurus stellaris μέσα σε αυτούς (από παρατηρήσεις σε υγροτόπους της Μ. Βρετανίας). Ορισμένα από τα παραπάνω σημεία φαίνεται να συνηγορούν στην παρατηρούμενη ανάπτυξη συγκεκριμένων φυτοκοινοτήτων στη λίμνη Ισμαρίδα σε σχέση με τα επίπεδα αλατότητας. Τα τελευταία πιθανότατα κλιμακώνονται από μηδενικές τιμές ή πολύ χαμηλές τιμές αλατιού στο νερό στα βόρεια λόγω της εκβολής του χειμάρρου Βοσβόζη (π.χ. συστάδες καλαμιού, ψαθιού και βούρλων στο εσωτερικό της λίμνης), σε υψηλότερες τιμές προς τα νότια-νοτιοανατολικά λόγω της ενωτικής με τη θάλασσα τάφρου και της υφαλμύρωσης της περιοχής ανατολικά- βορειοανατολικά του ανατολικού αναχώματος, όπου κυριαρχεί αποκλειστικά το καλάμι ως ανθεκτικότερο των υπολοίπων στην αυξημένη αλατότητα.
Συνδυασμένες επιδράσεις μεθόδων διαχείρισης. Για την επίτευξη συγκεκριμένων διαχειριστικών στόχων, συχνά εφαρμόζονται συνδυασμοί των παραπάνω πρακτικών (κοπές, πλημμύρισμα, φωτιά, βόσκηση). Σε ορισμένους υγροτόπους της Β. Αμερικής, η εισβολή και κυριαρχία ψαθιών μείωσε την ποικιλότητα ειδών φυτών και επηρέασε αρνητικά τα υδρόβια πουλιά, γεγονός έχει συμβεί σε λίμνες της χώρας μας (π.χ. λίμνη Χειμαδίτιδα). Συγκεκριμένα, εφαρμόστηκαν διάφορες μέθοδοι κοπής με χειρωνακτικά και μηχανικά μέσα για τον περιορισμό των διαπλάσεων με ψαθιά και ενώ η κοπή προκάλεσε περιοδική μείωση της πυκνότητάς τους κατά 50-95%, ο επιτυχής περιορισμός της αναβλάστησής τους εξαρτήθηκε από τη διάρκεια του πλημμυρίσματος μετά την κοπή. Εκτιμήθηκε ότι η κατάκλυση μετά την κοπή θα εξαντλούσε τα αποθέματα οξυγόνου και υδρογονανθράκων στα ριζώματα και υπολογίστηκε ότι το βάθος νερού των 40 εκ. την άνοιξη θα προκαλούσε μηδενική αναβλάστηση ψαθιών στις περιοχές μελέτης. Άλλοι ερευνητές αναφέρουν ότι η αναστολή της διαδοχής σε καλαμιώνες πραγματοποιείται με την εφαρμογή συνδυασμένων τεχνικών κοπών, καύσεων και πλημμυρίσματος. Ο συνδυασμός δύο ή περισσότερων διαταραχών δημιουργεί ανομοιογενείς διαπλάσεις σε υγροτόπους γλυκών υδάτων. Οι Szalay & Resh (1997) πραγματοποίησαν πειραματικούς χειρισμούς κοπής και καύσης σε υπερυδατικές φυτοκοινότητες του αγρωστώδους Distichlis spicata για να συγκρίνουν τις επιδράσεις αυτών στα φυτά και τους ασπόνδυλους οργανισμούς. Η έρευνά τους πραγματοποιήθηκε σε έναν υγρότοπο στην Καλιφόρνια, με υφάλμυρα νερά, έκτασης 3500 εκταρίων και πολύ σημαντικό για τη διαχείμαση δεκάδων χιλιάδων παπιών. Οι χειρισμοί περιελάμβαναν κοπή ή καύση των διαπλάσεων του Distichlis spicata στα τέλη του θέρους και πλημμύρισμα των επιφανειών μετά από μερικές εβδομάδες. Η καύση σχεδόν δεκαπλασίασε την αφθονία των κυρίαρχων ασπόνδυλων (Diptera και Hemiptera) σε σχέση με τους μάρτυρες, ενώ η κοπή δεν είχε σημαντικές επιδράσεις. Όσον αφορά στους μικρο-ασπόνδυλους οργανισμούς, βρέθηκαν λιγότερο άφθονοι στις καμένες επιφάνειες. Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι οι πληθυσμοί ασπόνδυλων είναι ευαίσθητοι σε διαταραχές, όπως η καύση και η κοπή, ενώ ο χρόνος εκτέλεσής τους, η έκταση και η έντασή τους μπορούν να επηρεάσουν τη σχετική αφθονία τους. Οι Walker & Wehrhahn (1971) μελέτησαν τους καθοριστικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες των υγροτόπων εκτεταμένων ποολίβαδων στην περιοχή Saskatchewan του Καναδά και συμπέραναν ότι ο σημαντικότερος παράγοντας ήταν οι διαταραχές (βόσκηση, κοπή και «φυσικές διαταραχές») ακολουθούμενος από τη διαθεσιμότητα θρεπτικών, το υδατικό καθεστώς και τέλος την αλατότητα. Τέλος, σημαντικό ρόλο στην αναγέννηση της υγροτοπικής βλάστησης μετά από κατά τόπους καταστροφικά φαινόμενα που προκλήθηκαν από φωτιά, πλημμύρα, πάγο και βόσκηση, παίζουν οι θαμμένοι στο έδαφος βιώσιμοι σπόροι (απόθεμα σπόρων). Για πολλά είδη φυτών των ελών και των υγρών ποολίβαδων, η ευκαιριακή αναγέννηση αποτελεί τη μοναδική δυνατότητα εγκατάστασής τους από σπόρους.
Συμπεράσματα επί των μεθόδων διαχείρισης. Από την περιγραφή των μεθόδων διαχείρισης, που παρουσιάστηκαν στις προηγούμενες παραγράφους, προκύπτουν τα παρακάτω βασικά συμπεράσματα:
-Οι διάφορες πρακτικές διαχείρισης της βλάστησης στους υγροτόπους σπάνια εφαρμόζονται απολύτως αυτόνομα, π.χ. η βόσκηση σε υγρές φυτοκοινότητες σχετίζεται σχεδόν πάντοτε με το πλημμύρισμα των βοσκόμενων επιφανειών (εκτός από τις περιπτώσεις όπου υπάρχουν τεχνικά έργα ελέγχου και ρύθμισης του πλημμυρίσματος μιας έκτασης, όπως θυροφράγματα και αναχώματα και πάλι όμως στη διάρκεια ενός πλήρους ετήσιου κύκλου, περισσότερες από μία μορφές διαχείρισης θα έχουν εφαρμοστεί).
-Οι επιδράσεις των διαφόρων διαχειριστικών πρακτικών είναι σχετικά προβλέψιμες, όταν αυτές εφαρμόζονται όσο το δυνατό πιο αυτόνομα και σε μακροχρόνια βάση ή όταν ο συνδυασμός τους εφαρμόζεται με κάποια σταθερά πρότυπα.
-Σε πολλές περιπτώσεις, οι επιδράσεις συνδυασμένων διαχειριστικών πρακτικών είναι ιδιαίτερα πολύπλοκες και τα αποτελέσματά τους σε συγκεκριμένους υγροτόπους δεν μπορεί να αναμένεται να επιβεβαιωθούν με βεβαιότητα αν εφαρμοσθούν σε  άλλους  υγροτόπους. Για ορισμένες άλλες περιπτώσεις, όπως για το συνδυασμό καύσης και βόσκησης σε υγροτοπικές φυτοκοινότητες, δεν υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα, παρά μόνο εμπειρικές καταγραφές των επιδράσεων της συγκεκριμένης πρακτικής σε επιφάνειες υγρών ποολίβαδων ή σε υγροτοπικές περιοχές που έχουν καταληφθεί από δένδρα και θάμνους. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει την ανάγκη ύπαρξης συστήματος παρακολούθησης της βλάστησης με στόχο τη μέτρηση και ποσοτικοποίηση των αποτελεσμάτων της διαχείρισης.
Εν Κατακλείδι. Το ζήτημα της διαχείρισης των καλαμιώνων τίθεται από πολλούς φορείς τοπικά. Συχνά όμως δεν γίνεται αντιληπτή η αξία των καλαμιώνων για την βιοποικιλότητα και την παραγωγή της λίμνης. Η διαχείριση των καλαμιώνων θα πρέπει να προχωρήσει μόνο αφού γίνει κατανοητή η αξία τους και το ότι ο στόχος δεν είναι η εξαφάνισή τους αλλά συγκεκριμένες διαμορφώσεις για την βελτίωση της αξίας τους και την αναβάθμιση του ρόλου τους ανάμεσα στα υπόλοιπα ενδιαιτήματα και φυτοκοινότητες.
Η σημασία των καλαμιώνων έγκειται στα ξής:
-Παρέχουν καταφύγιο σε πουλιά, ψάρια, θηλαστικά, αμφίβια, ερπετά και πολλά είδη ασπόνδυλων οργανισμών καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Ειδικά για πολλά ασπόνδυλα,   οι   καλαμιώνες  και  πιο   συγκεκριμένα   οι  βλαστοί  του  κοινού καλαμιού Phragmites australi) αποτελούν το μοναδικό χώρο διαχείμασης και ανάπτυξης των προνυμφών για ένα ή δύο χρόνια.
-Παρέχουν το κατάλληλο περιβάλλον για το φώλιασμα και το κούρνιασμα πολλών υδρόβιων πουλιών. Ιδιαίτερα το καλάμι δημιουργεί με τα ριζώματά του πολύ συμπαγείς επιπλέουσες νησίδες, που έχουν τη δυνατότητα να αντέξουν βάρος εκατοντάδων κιλών στην επιφάνειά τους, όπως πχ αποικίες πελεκάνων.
-Αποτελούν πηγές τροφοδοσίας δομικών υλικών για είδη πουλιών που χρησιμοποιούν ξερά καλάμια και άλλα υπολείμματα των καλαμιώνων για να χτίσουν τις φωλιές τους σε άλλες τοποθεσίες.
-Δρουν ως φίλτρα για τα νερά των καλλιεργειών που καταλήγουν στη λίμνη και τα νερά από τον βιολογικό καθαρισμό των αστικών λυμάτων. Τα νερά αυτά περιέχουν σημαντικές ποσότητες θρεπτικών στοιχείων από τη λίπανση των παρακείμενων αγρών, και των νερών του βιολογικού καθαρισμού αλλά και υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων. Οι καλαμιώνες διασπούν πολύπλοκες ενώσεις και απορροφούν σημαντικές ποσότητες φωσφόρου και νιτρικών από τις απορροές υδάτων των καλλιεργειών. Η λειτουργία αυτή συμβάλλει στη διατήρηση καλής ποιότητας υδάτων της λίμνης και στη μη διοχέτευση σημαντικών ποσοτήτων - άμεσα προσλήψιμων-θρεπτικών στοιχείων σε αυτήν, γεγονός που αποτρέπει τον ευτροφισμό.
-Παρέχουν μεγάλες ποσότητες βοσκήσιμης ύλης, που μπορεί να χρησιμοποιείται για την απευθείας βόσκηση μεγάλων κυρίως κτηνοτροφικών ζώων ή ως χειμερινή  ζωοτροφή, αλλά και δομικών υλικών για την κατασκευή καλαμοσκεπών και καλαμωτών .χ. φράχτες με ιδιαίτερα υψηλή εμπορική αξία).

Οι παραπάνω αξίες των καλαμιώνων πολλαπλασιάζονται όταν αποτελούν τμήμα ενός μωσαϊκού ενδιαιτημάτων, όπως ανοίγματα με ελεύθερες επιφάνειες νερού μέσα στους καλαμιώνες και υγρολίβαδα. Η σημασία των υγρών λιβαδιών είναι πολλαπλή καθώς:
-Αποτελούν άριστους χώρους αναπαραγωγής ψαριών και αμφιβίων. Είναι ιδιαίτερα σημαντικά για φυτόφιλα είδη ψαριών, όπως ο κυπρίνος, ψάρια δηλαδή που εναποθέτουν τα αβγά τους πάνω στην επιφάνεια φυτών που καλύπτονται από ρηχό νερό. Η αναπαραγωγή των ειδών αυτών, που επιτελείται συνήθως από τα μέσα της άνοιξης ως τα μέσα Ιουνίου, εξαρτάται σημαντικά από τη διάρκεια της περιόδου που τα υγρολίβαδα είναι επαρκώς πλημμυρισμένα άνω από 20 εκ. νερού).
-Παρουσιάζουν υψηλές συγκεντρώσεις ασπόνδυλων οργανισμών στα διάφορα στάδια της ζωής τους (από προνύμφες ως ολοκληρωμένα άτομα), με τα οποία διατρέφονται πολύ εξειδικευμένα ως προς τη διατροφή είδη πουλιών, όπως η χαλκόκοτα Plegadis falcinellus και ο πορφυροτσικνιάς Ardea purpurea.
-Λειτουργούν ως κύριοι χώροι διατροφής για πολλά είδη υδρόβιων πουλιών, τα οποία διατρέφονται με ψάρια, αμφίβια, ερπετά και ασπόνδυλα ή βόσκουν. Αυτό ισχύει τόσο για τα πουλιά που φωλιάζουν στην Ισμαρίδα, όσο και για τα είδη εκείνα που επισκέπτονται την περιοχή κατά τη διάρκεια της εαρινής και φθινοπωρινής μετανάστευσης.
-Παρέχουν τη δυνατότητα συλλογής χόρτου για ζωοτροφή από συγκεκριμένες τοποθεσίες της παραλίμνιας ζώνης. Η δραστηριότητα αυτή είναι πολύ σημαντική για τους κτηνοτρόφους μιας περιοχής, καθώς μπορούν να εξασφαλίσουν μεγάλο τμήμα των απαραίτητων εφοδίων για το χειμώνα με πολύ χαμηλό κόστος. Επιπλέον, η βοσκήσιμη ύλη των υγρών λιβαδιών μπορεί να βόσκεται απευθείας από αγελάδες, βούβαλους, αιγοπρόβατα και άλογα.
-Η ύπαρξη και διατήρησή τους αποτρέπει τη χερσοποίηση των παρόχθιων ενδιαιτημάτων της κάθε λίμνης.